φτωχοπάζαρο

φτωχοπάζαρο
το, Ν
1. παζάρι όπου πωλούνται ευτελή πράγματα
2. (γενικά) αγορά που δεν προσφέρει πολλά είδη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φτωχοπάζαρο — το 1. παζάρι όπου πουλιούνται φτωχά (κατώτερης ποιότητας) είδη. 2. αγορά με λίγα πράγματα για πώληση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”